-
1 шишка
шишка ж 1) бот. о κώνος, η κουκουνάρα 2) (опухоль) το πρήξιμο, το καρούμπαλο* * *ж1) бот. ο κώνος, η κουκουνάρα2) ( опухоль) το πρήξιμο, το καρούμπαλο -
2 сосновый
сосн||овыйприл πεύκινος, ἀπό πεῦκα:\сосновыйо́вая роща τό πευκόδασο, ὁ πευκών \сосновыйо́вая ши́шка τό κουκουνάρι, ἡ κουκουνάρα
См. также в других словарях:
κουκουνάρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 42 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 49 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κισσάμου. * * * και κουκκουνάρα, η 1. ο καρπός… … Dictionary of Greek
κουκουνάρα — η 1. ο κώνος του πεύκου και του έλατου που φέρνει σπέρματα. 2. φρ., «άρες, μάρες, κουκουνάρες», ασυνάρτητη φλυαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… … Dictionary of Greek
Kissamos — Gemeinde Kissamos Δήμος Κισσάμου … Deutsch Wikipedia
ανανάς — Μονοκοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των βρομελιδών, ιθαγενές της τροπικής Νότιας Αμερικής. Είναι μεγάλη πολυετής πόα και έχει πολύ μικρό βλαστό, με θυσανοειδή ρόδακα, από μακριά και σαρκώδη φύλλα, με χείλη οδοντωτά και αγκαθωτά. Από το κέντρο του … Dictionary of Greek
μαινάδες — Oι γυναίκες που διακονούσαν στη λατρεία του Διονύσου, κατά την αρχαιότητα, συνεπαρμένες από ιερό οίστρο. Απεικονίζονταν με μακριά ενδύματα, ενώ χόρευαν σε φρενήρεις ρυθμούς, κουνώντας τον θύρσο, ένα είδος ράβδου, που είχε στην κορυφή μια… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πύλου Αντωνοπούλειο — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Πύλου χτίστηκε το 1956, με έξοδα του οδοντίατρου Χρήστου Αντωνόπουλου, για να στεγάσει τα πλούσια ευρήματα της Πυλίας που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Στο μουσείο στεγάζονται αγγεία, έργα μικροτεχνίας,… … Dictionary of Greek
κουκουνάρι — το 1. κουκουνάρα. 2. ο σπόρος του πεύκου. 3. φρ., «Tην ταΐζει κουκουνάρια», τη συντηρεί πλουσιοπάροχα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)